συναντιέμαι — συναντιέμαι, συναντήθηκα βλ. πίν. 59 και πρβλ. συναντώμαι Σημειώσεις: συναντιέμαι, συναντώμαι : στην παθητική φωνή το ρ. έχει κυρίως την έννοια → έρχομαι σε συνάντηση, σε επαφή με κάποιον ή κάτι (π.χ. οι παράλληλες ευθείες δε συναντώνται) ή σε… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραλλάξ — Α επίρρ. (με τροπ. σημ.) 1. διαδοχικά, εναλλάξ 2. πλευρό με πλευρό, παραπλεύρως 3. φρ. «παραλλὰξ εἰμί» (για δρόμους, αγωγούς, πόρους κ.λπ.) ξεκινώ από αντίθετο σημείο προς ένα άλλο και κατευθύνομαι προς αυτό χωρίς να συναντώμαι μαζί του,… … Dictionary of Greek
περιπίπτω — ΝΜΑ μτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῑς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ) νεοελλ. 1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα») 2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε… … Dictionary of Greek
προσαυρίζω — Α συναντώμαι με κάποιον («νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ», Τραγ. Αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αὔρα «φύσημα αέρα, αέρας εν κινήσει, δροσερή πνοή» + κατάλ. ίζω. Η σημ. τής λ. έχει προκύψει μεταφορικά από την ιδιότητα της αύρας να μετακινεί… … Dictionary of Greek
προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… … Dictionary of Greek
συγκυρώ — (I) έω, ΜΑ (για γεγονότα και συμβάντα) επέρχομαι, συμβαίνω κατά τύχη αρχ. 1. συναντώμαι κατά τύχη 2. συναντώ κάτι δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῑς συγκυρήσασα πάθεσι», Διόδ. β. «εὐτυχία συγκυρεῑν», Φιλόδ.) 3. (με μτχ. όπως και το ρ. τυγχάνω)… … Dictionary of Greek
συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… … Dictionary of Greek
συμβολώ — έω, Α συναντώμαι με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί τού συμβάλλομαι] … Dictionary of Greek
συμπεριτυγχάνω — Α [περιτυγχάνω] συναντώμαι τυχαία με κάποιον … Dictionary of Greek
συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… … Dictionary of Greek